- επιτευκτικός
- ἐπιτευκτικός, -ή, -όν (Α) [επιτευκτός]1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῑς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.)2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν ἐμβιβάσας», Πολ.)3. (για τόπο) κατάλληλος για κάτι, ιδίως για άμυνα, ασφαλής («τὴν ἐπισφαλεστάτην εἴχον χώραν... ἢ τοὐναντίον τὴν ἐπιτευκτικωτάτην», Πολ.)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτευκτικόντο θέλγητρο για την εξασφάλιση επιτυχίας.επίρρ...ἐπιτευκτικῶς (Α)με επιτηδειότητα, εύστοχα.
Dictionary of Greek. 2013.